απομεινάρης

απομεινάρης
κ. -μονάρης, ο (Μ ἀπομεινάρης)
1. αυτός που απομένει, ο υπόλοιπος
2. εκείνος που επιζεί, ο ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αόρ.) απόμεινα (του ρ. απομένω) + -άρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”